- προσλεῖπον
- προσλείπωleave onpres part act masc voc sgπροσλείπωleave onpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσλείπω — Α 1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός 2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο 3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας ο υπολειπόμενος 4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῑπον η έλλειψη 5. (η… … Dictionary of Greek